Μάθηση μέσα από το παιχνίδι: Τι συμβαίνει όταν απλώς… παίζουν;
Αν σου έλεγε κάποιος πως την ώρα που το παιδί σου παίζει με τουβλάκια, ζωγραφίζει έναν εξωγήινο ή παριστάνει ότι μαγειρεύει... μαθαίνει, θα τον πίστευες; Κι όμως, κάθε φορά που ένα παιδί παίζει, συμβαίνουν μικρά θαύματα στον εγκέφαλό του. Το παιχνίδι είναι η φυσική γλώσσα της παιδικής ηλικίας και είναι πολύ περισσότερα από μια απλή διασκέδαση.
Τι είναι η παιχνιδοκεντρική μάθηση;
Ο όρος «παιχνιδοκεντρική μάθηση» περιγράφει τη διαδικασία στην οποία το παιχνίδι δεν είναι απλώς μια ευχάριστη δραστηριότητα, αλλά αποτελεί ένα βασικό μέσο μάθησης. Κάθε υλικό και κάθε δραστηριότητα είναι ένα κάλεσμα προς το παιδί να εξερευνήσει τον κόσμο του με τρόπο βιωματικό και αυτοκαθοδηγούμενο. Η μάθηση, λοιπόν, δεν έρχεται ως αποτέλεσμα διδασκαλίας, αλλά αναδύεται μέσα από την εμπειρία του ίδιου του παιδιού: όταν το παιδί παίζει, συμμετέχει ενεργά, κάνει επιλογές, πειραματίζεται, διαπραγματεύεται, δημιουργεί και εκφράζεται – και κάπως έτσι, μαθαίνει!
Μέσα από το παιχνίδι, το παιδί αναπτύσσει γλωσσικές και μαθηματικές δεξιότητες, ενισχύει τη μνήμη, τη συγκέντρωση και την αυτορρύθμιση, καλλιεργεί τη φαντασία, τη δημιουργικότητα και την κοινωνική αλληλεπίδραση. Μαθαίνει να συνεργάζεται, να διαχειρίζεται απογοητεύσεις, να επιλύει προβλήματα. Επιπλέον, μαθαίνει με τρόπο που έχει νόημα και συναισθηματική σύνδεση για το ίδιο. Γιατί, πολύ απλά, το παιχνίδι είναι ο φυσικός του τρόπος να "δουλέψει" με τον κόσμο γύρω του και μέσα του.
Η εξέλιξη του παιχνιδιού ανά ηλικία
Το παιχνίδι αλλάζει, όπως αλλάζει κι ένα παιδί που μεγαλώνει:
Στη βρεφική ηλικία, ξεκινά ως αισθητηριακή εμπειρία: ένα χεράκι που βυθίζεται στην άμμο, μια παλάμη που χτυπά το νερό, ένας ήχος που ξαφνιάζει και προκαλεί χαμόγελο. Είναι οι πρώτες ματιές στον κόσμο, μέσα από την αφή, την κίνηση και τους ήχους.
Στην προσχολική ηλικία, το παιχνίδι γίνεται λειτουργικό και συμβολικό: το παιδί πειραματίζεται, δοκιμάζει, επαναλαμβάνει· φτιάχνει ιστορίες, δίνει φωνή σε αντικείμενα, μετατρέπει το κουτί σε πλοίο και το τραπέζι σε σκηνή θεάτρου. Η φαντασία γίνεται εργαλείο έκφρασης και μάθησης.
Στα πρώτα σχολικά χρόνια, το παιχνίδι αποκτά δομή, ρόλους και κανόνες. Τα παιδιά παίζουν επιτραπέζια, κατασκευάζουν, συνεργάζονται, χτίζουν στρατηγική και αναπτύσσουν αίσθηση ευθύνης.
Και στην προεφηβεία και εφηβεία, το παιχνίδι δεν σταματά — απλώς αλλάζει πρόσωπο: γίνεται project, δημιουργική ενασχόληση, ψηφιακή πρόκληση, συνεργατική εμπειρία.
Σε κάθε ηλικία, το παιχνίδι λειτουργεί σαν καθρέφτης της ανάπτυξης: δείχνει τις γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές δεξιότητες που ανθίζουν. Από την παρατήρηση ως την ενσυναίσθηση και από την αυτορρύθμιση ως την προσωπική ταυτότητα, όλα καλλιεργούνται μέσα από αυτόν τον ελεύθερο, φυσικό και χαρούμενο τρόπο να είσαι… παιδί.
Ο ρόλος του γονέα
Ο ρόλος του γονέα είναι απλός αλλά ουσιαστικός. Αρκεί να παρέχει χώρο και χρόνο για ελεύθερο, μη δομημένο παιχνίδι, να παρατηρεί χωρίς να καθοδηγεί υπερβολικά, να συμμετέχει όταν καλείται χωρίς να παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και να εκτιμά το παιχνίδι ως σοβαρή και ουσιαστική διαδικασία ανάπτυξης. Όπως έλεγε και η Μ. Montessori: «Το παιχνίδι είναι η δουλειά του παιδιού».
Το μήνυμα που αξίζει να μείνει
Στον σύγχρονο κόσμο του γρήγορου ρυθμού και των απαιτήσεων, το παιχνίδι μοιάζει συχνά με πολυτέλεια. Στην πραγματικότητα, είναι ανάγκη. Είναι η πιο φυσική και αποτελεσματική μορφή μάθησης. Δεν είναι αντίπαλος της "σοβαρής" γνώσης – είναι η καρδιά της. Αν θέλουμε τα παιδιά μας να νιώθουν τη μάθηση ως κάτι φυσικό και δικό τους, ας τους προσφέρουμε ελεύθερο χώρο και χρόνο να παίξουν!